- αυδήεις
- αὐδήεις, -εσσα, -εν (Α) [αυδή]1. αυτός που έχει λαλιά, ο προικισμένος με το χάρισμα του λόγου2. (για θεό) αυτός που χρησιμοποιεί ανθρώπινη γλώσσα3. (για λόγο ή ήχο) αυτός που εκδηλώνεται με τη φωνή4. εκείνος που έχει φωνή, που είναι ζωντανός.
Dictionary of Greek. 2013.